τοξοφόροι

τοξοφόροι
τοξοφόρος
bow-bearing
masc/fem nom/voc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • τοξοφόρος — ο, η, ΝΑ, θηλ. και α Ν αυτός που φέρει, που κρατάει τόξο αρχ. 1. προσωνυμία τού Απόλλωνος, τής Αρτέμιδος και τού Ηρακλέους 2. (το αρσ. στον πληθ.) oἱ τοξοφόροι α) οι τοξότες β) προσωνυμία τών Κρητών, τών Φρυγών, τών Μήδων και τών Περσών. [ΕΤΥΜΟΛ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”